Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑφαιρέω
ὕφαλος
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντός
ὑφάπτω
ὑφαρπάζω
ὕφασμα
ὑφαστρίς
ὑφειμένως
ὑφεῖσα
ὑφεκτέος
ὑφελκτέος
ὑφέλκω
ὑφέρπω
ὑφηγεμών
ὑφηγέομαι
ὑφήγησις
ὑφηγητής
ὑφηνιοχέω
View word page
ὑφειμένως
ὑφειμένως remissly, less violently, Lat. submisse, Xen.
ShortDef
remissly, less violently
Debugging
Headword:
ὑφειμένως
Headword (normalized):
ὑφειμένως
Headword (normalized/stripped):
υφειμενως
IDX:
34355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34395
Key:
u(feime/nws
Data
{'content': 'ὑφειμένως\n \n remissly, less violently, Lat. submisse, Xen.', 'key': 'u(feime/nws'}