Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
ὕφαλος
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντός
ὑφάπτω
ὑφαρπάζω
ὕφασμα
ὑφαστρίς
ὑφειμένως
ὑφεῖσα
ὑφεκτέος
ὑφελκτέος
ὑφέλκω
ὑφέρπω
ὑφηγεμών
ὑφηγέομαι
ὑφήγησις
ὑφηγητής
View word page
ὑφαστρίς
ὑφαστρίς ὑφαστρίς, ίδος, ἡ, = ὑφάντρια, Hesych.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑφαστρίς
Headword (normalized):
ὑφαστρίς
Headword (normalized/stripped):
υφαστρις
IDX:
34354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34394
Key:
u(fastri/s
Data
{'content': 'ὑφαστρίς\n ὑφαστρίς, ίδος, ἡ,\n = ὑφάντρια, Hesych.', 'key': 'u(fastri/s'}