Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
ὕφαλος
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντός
ὑφάπτω
ὑφαρπάζω
ὕφασμα
ὑφαστρίς
ὑφειμένως
ὑφεῖσα
ὑφεκτέος
ὑφελκτέος
ὑφέλκω
ὑφέρπω
ὑφηγεμών
ὑφηγέομαι
ὑφήγησις
View word page
ὕφασμα
ὕφασμα ὕφασμα (ῠ), ατος, τό, ὑφαίνω a woven robe, web, Od.
ShortDef
a woven robe, web
Debugging
Headword:
ὕφασμα
Headword (normalized):
ὕφασμα
Headword (normalized/stripped):
υφασμα
IDX:
34353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34393
Key:
u(/fasma
Data
{'content': 'ὕφασμα\n ὕφασμα (ῠ), ατος, τό,\n ὑφαίνω\n a woven robe, web, Od.', 'key': 'u(/fasma'}