Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑστεροφθόρος
ὑστερόφωνος
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὕφαιμος
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
ὕφαλος
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντός
ὑφάπτω
ὑφαρπάζω
ὕφασμα
ὑφαστρίς
ὑφειμένως
ὑφεῖσα
ὑφεκτέος
ὑφελκτέος
View word page
ὑφαντικός
ὑφαντικός ὑφαντικός, ή, όν ὑφαίνω skilled in weaving, Plat.: adv. -κῶς, in weaver-like fashion, Plat. ἡ ὑφαντική (sc. τέχνη) , the art of weaving, Plat.
ShortDef
skilled in weaving
Debugging
Headword:
ὑφαντικός
Headword (normalized):
ὑφαντικός
Headword (normalized/stripped):
υφαντικος
IDX:
34348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34388
Key:
u(fantiko/s
Data
{'content': 'ὑφαντικός\n ὑφαντικός, ή, όν\n ὑφαίνω\n skilled in weaving, Plat.: adv. -κῶς, in weaver-like fashion, Plat.\n ἡ ὑφαντική (sc. τέχνη) , the art of weaving, Plat.', 'key': 'u(fantiko/s'}