Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑστερίζω
ὑστερόποινος
ὑστερόπους
ὕστερος
ὑστεροφθόρος
ὑστερόφωνος
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὕφαιμος
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
ὕφαλος
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντός
ὑφάπτω
ὑφαρπάζω
ὕφασμα
ὑφαστρίς
View word page
ὑφαίρεσις
ὑφαίρεσις ὑφαίρεσις, εως, a taking away from under, a purloining, ap. Dem. from ὑφαιρέω

ShortDef

a taking away from under, a purloining

Debugging

Headword:
ὑφαίρεσις
Headword (normalized):
ὑφαίρεσις
Headword (normalized/stripped):
υφαιρεσις
IDX:
34344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34384
Key:
u(fai/resis

Data

{'content': 'ὑφαίρεσις\n ὑφαίρεσις, εως,\n a taking away from under, a purloining, ap. Dem.\n from ὑφαιρέω', 'key': 'u(fai/resis'}