Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστερίζω
ὑστερόποινος
ὑστερόπους
ὕστερος
ὑστεροφθόρος
ὑστερόφωνος
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὕφαιμος
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
ὕφαλος
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντός
ὑφάπτω
ὑφαρπάζω
View word page
ὕφαιμος
ὕφαιμος ὕφαιμος, ον, αἷμα suffused with blood, blood-shot, Dem. of temperament, sanguine, Plat.

ShortDef

suffused with blood, blood-shot

Debugging

Headword:
ὕφαιμος
Headword (normalized):
ὕφαιμος
Headword (normalized/stripped):
υφαιμος
IDX:
34342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34382
Key:
u(/faimos

Data

{'content': 'ὕφαιμος\n ὕφαιμος, ον,\n αἷμα\n suffused with blood, blood-shot, Dem.\n of temperament, sanguine, Plat.', 'key': 'u(/faimos'}