Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑστάτιος
ὕστατος
ὑστεραῖος
ὑστέρα
ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστερίζω
ὑστερόποινος
ὑστερόπους
ὕστερος
ὑστεροφθόρος
ὑστερόφωνος
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὕφαιμος
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
ὕφαλος
ὑφάντης
ὑφαντικός
View word page
ὑστεροφθόρος
ὑστεροφθόρος ὑστερο-φθόρος, ον, φθείρω late-destroying, Soph.

ShortDef

late-destroying

Debugging

Headword:
ὑστεροφθόρος
Headword (normalized):
ὑστεροφθόρος
Headword (normalized/stripped):
υστεροφθορος
IDX:
34338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34378
Key:
u(sterofqo/ros

Data

{'content': 'ὑστεροφθόρος\n ὑστερο-φθόρος, ον,\n φθείρω\n late-destroying, Soph.', 'key': 'u(sterofqo/ros'}