Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑσσός
ὕσσωπος
ὑστάτιος
ὕστατος
ὑστεραῖος
ὑστέρα
ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστερίζω
ὑστερόποινος
ὑστερόπους
ὕστερος
ὑστεροφθόρος
ὑστερόφωνος
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὕφαιμος
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
ὕφαλος
View word page
ὑστερόπους
ὑστερόπους ὑστερό-πους, coming late, Anth.
ShortDef
coming late
Debugging
Headword:
ὑστερόπους
Headword (normalized):
ὑστερόπους
Headword (normalized/stripped):
υστεροπους
IDX:
34336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34376
Key:
u(stero/pous
Data
{'content': 'ὑστερόπους\n ὑστερό-πους,\n \n coming late, Anth.', 'key': 'u(stero/pous'}