Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὕσπληξ
ὑσσός
ὕσσωπος
ὑστάτιος
ὕστατος
ὑστεραῖος
ὑστέρα
ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστερίζω
ὑστερόποινος
ὑστερόπους
ὕστερος
ὑστεροφθόρος
ὑστερόφωνος
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὕφαιμος
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
View word page
ὑστερόποινος
ὑστερόποινος ὑστερό-ποινος, ον, ποινή avenging after the act, late-avenging, Aesch.

ShortDef

avenging after

Debugging

Headword:
ὑστερόποινος
Headword (normalized):
ὑστερόποινος
Headword (normalized/stripped):
υστεροποινος
IDX:
34335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34375
Key:
u(stero/poinos

Data

{'content': 'ὑστερόποινος\n ὑστερό-ποινος, ον,\n ποινή\n avenging after the act, late-avenging, Aesch.', 'key': 'u(stero/poinos'}