Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὕρχη
ὕσγη
ὑσγινοβαφής
ὕσγινον
ὑσμίνη
ὗς
ὕσπληξ
ὑσσός
ὕσσωπος
ὑστάτιος
ὕστατος
ὑστεραῖος
ὑστέρα
ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστερίζω
ὑστερόποινος
ὑστερόπους
ὕστερος
ὑστεροφθόρος
ὑστερόφωνος
View word page
ὕστατος
ὕστατος ὕστᾰτος, η, ον v. ὕστερος B.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὕστατος
Headword (normalized):
ὕστατος
Headword (normalized/stripped):
υστατος
IDX:
34329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34369
Key:
u(/statos
Data
{'content': 'ὕστατος\n ὕστᾰτος, η, ον\n v. ὕστερος B.', 'key': 'u(/statos'}