ὑστάτιος
ὑστάτιος
ὑστάτιος (ᾰ), α, ον
poetic for ὕστατος, as μεσσάτιος for μέσσος, Hom.
neut. as adv. at last, Il.
{
"content": "ὑστάτιος\n ὑστάτιος (ᾰ), α, ον\n poetic for ὕστατος, as μεσσάτιος for μέσσος, Hom.\n neut. as adv. at last, Il.",
"key": "u(sta/tios"
}