Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπώροφος
ὕπωχρος
ὕρχη
ὕσγη
ὑσγινοβαφής
ὕσγινον
ὑσμίνη
ὗς
ὕσπληξ
ὑσσός
ὕσσωπος
ὑστάτιος
ὕστατος
ὑστεραῖος
ὑστέρα
ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστερίζω
ὑστερόποινος
ὑστερόπους
ὕστερος
View word page
ὕσσωπος
ὕσσωπος ὕσσωπος, ἡ, hyssop, prob. the caper-plant, NTest.

ShortDef

hyssop

Debugging

Headword:
ὕσσωπος
Headword (normalized):
ὕσσωπος
Headword (normalized/stripped):
υσσωπος
IDX:
34327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34367
Key:
u(/sswpos

Data

{'content': 'ὕσσωπος\n ὕσσωπος, ἡ,\n hyssop, prob. the caper-plant, NTest.', 'key': 'u(/sswpos'}