Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπτιασμός
ὑπτιαστέος
ὑπτιόω
ὕπτιος
ὑπωθέω
ὑπωλένιος
ὑπωμοσία
ὑπωπιάζω
ὑπώπιον
ὑπώρεια
ὑπωρόφιος
ὑπώροφος
ὕπωχρος
ὕρχη
ὕσγη
ὑσγινοβαφής
ὕσγινον
ὑσμίνη
ὗς
ὕσπληξ
ὑσσός
View word page
ὑπωρόφιος
ὑπωρόφιος ὑπ-ωρόφιος, ον, ὄροφος under the roof, in the house, Il., Pind., Ar.

ShortDef

under the roof, in the house

Debugging

Headword:
ὑπωρόφιος
Headword (normalized):
ὑπωρόφιος
Headword (normalized/stripped):
υπωροφιος
IDX:
34316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34356
Key:
u(pwro/fios

Data

{'content': 'ὑπωρόφιος\n ὑπ-ωρόφιος, ον,\n ὄροφος\n under the roof, in the house, Il., Pind., Ar.', 'key': 'u(pwro/fios'}