Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπόψαρος
ὑποψία
ὑπόψιος
ὑποψωνέω
ὑπτιάζω
ὑπτίασμα
ὑπτιασμός
ὑπτιαστέος
ὑπτιόω
ὕπτιος
ὑπωθέω
ὑπωλένιος
ὑπωμοσία
ὑπωπιάζω
ὑπώπιον
ὑπώρεια
ὑπωρόφιος
ὑπώροφος
ὕπωχρος
ὕρχη
ὕσγη
View word page
ὑπωθέω
ὑπωθέω from ὕπτιος fut. -ώσω to push or thrust away, Il.
ShortDef
to push
Debugging
Headword:
ὑπωθέω
Headword (normalized):
ὑπωθέω
Headword (normalized/stripped):
υπωθεω
IDX:
34310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34350
Key:
u(pwqe/w
Data
{'content': 'ὑπωθέω\n from ὕπτιος\n fut. -ώσω\n to push or thrust away, Il.', 'key': 'u(pwqe/w'}