ὑπτιαστέος
ὑπτιαστέος
ὑπτιαστέος, ον,
verb. adj. of ὑπτιάζω
one must throw back, ἑαυτόν Xen.
{
"content": "ὑπτιαστέος\n ὑπτιαστέος, ον,\n verb. adj. of ὑπτιάζω\n one must throw back, ἑαυτόν Xen.",
"key": "u(ptiaste/os"
}