Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψία
ὑπόψιος
ὑποψωνέω
ὑπτιάζω
ὑπτίασμα
ὑπτιασμός
ὑπτιαστέος
ὑπτιόω
ὕπτιος
ὑπωθέω
ὑπωλένιος
ὑπωμοσία
ὑπωπιάζω
ὑπώπιον
ὑπώρεια
ὑπωρόφιος
View word page
ὑπτιασμός
ὑπτιασμός ὑπτιασμός, οῦ, ὁ, from ὑπτιάζω a laying oneself backwards, Luc.

ShortDef

a laying oneself backwards

Debugging

Headword:
ὑπτιασμός
Headword (normalized):
ὑπτιασμός
Headword (normalized/stripped):
υπτιασμος
IDX:
34306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34346
Key:
u(ptiasmo/s

Data

{'content': 'ὑπτιασμός\n ὑπτιασμός, οῦ, ὁ,\n from ὑπτιάζω\n a laying oneself backwards, Luc.', 'key': 'u(ptiasmo/s'}