Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑπόχρεως
ὑποχρίω
ὑπόχρυσος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψία
ὑπόψιος
ὑποψωνέω
ὑπτιάζω
ὑπτίασμα
ὑπτιασμός
ὑπτιαστέος
ὑπτιόω
ὕπτιος
ὑπωθέω
ὑπωλένιος
View word page
ὑποψία
ὑποψία ὑπ-οψία, ἡ, ὑπόψομαι suspicion, jealousy, ὑποψίην ἔχειν ἔς τινα Hdt., Attic; πρός τινα Dem.; ἐν ὑπ. ποιεῖσθαι Aeschin. of the object, ἔχειν ὑπ. to admit of suspicion, Plat.; ὑπ. παρέχειν Thuc.

ShortDef

suspicion, jealousy

Debugging

Headword:
ὑποψία
Headword (normalized):
ὑποψία
Headword (normalized/stripped):
υποψια
IDX:
34301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34341
Key:
u(poyi/a

Data

{'content': 'ὑποψία\n ὑπ-οψία, ἡ,\n ὑπόψομαι\n suspicion, jealousy, ὑποψίην ἔχειν ἔς τινα Hdt., Attic; πρός τινα Dem.; ἐν ὑπ. ποιεῖσθαι Aeschin.\n of the object, ἔχειν ὑπ. to admit of suspicion, Plat.; ὑπ. παρέχειν Thuc.', 'key': 'u(poyi/a'}