Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποχλέομαι
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑπόχρεως
ὑποχρίω
ὑπόχρυσος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψία
ὑπόψιος
ὑποψωνέω
ὑπτιάζω
ὑπτίασμα
ὑπτιασμός
ὑπτιαστέος
ὑπτιόω
ὕπτιος
View word page
ὑπόψαμμος
ὑπόψαμμος ὑπό-ψαμμος, ον, having sand under, γῆ ὑποψαμμοτέρη somewhat sandy, Hdt.

ShortDef

having sand under

Debugging

Headword:
ὑπόψαμμος
Headword (normalized):
ὑπόψαμμος
Headword (normalized/stripped):
υποψαμμος
IDX:
34299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34339
Key:
u(po/yammos

Data

{'content': 'ὑπόψαμμος\n ὑπό-ψαμμος, ον,\n having sand under, γῆ ὑποψαμμοτέρη somewhat sandy, Hdt.', 'key': 'u(po/yammos'}