Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποχθόνιος
ὑπόχθων
ὑποχλέομαι
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑπόχρεως
ὑποχρίω
ὑπόχρυσος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψία
ὑπόψιος
ὑποψωνέω
ὑπτιάζω
ὑπτίασμα
ὑπτιασμός
ὑπτιαστέος
View word page
ὑποχώρημα
ὑποχώρημα ὑποχώρημα, ατος, τό, a downward evacuation, Theophr.
ShortDef
a downward evacuation
Debugging
Headword:
ὑποχώρημα
Headword (normalized):
ὑποχώρημα
Headword (normalized/stripped):
υποχωρημα
IDX:
34297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34337
Key:
u(poxw/rhma
Data
{'content': 'ὑποχώρημα\n ὑποχώρημα, ατος, τό,\n a downward evacuation, Theophr.', 'key': 'u(poxw/rhma'}