Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποχαροπός
ὑποχάσκω
ὑποχείριος
ὑποχέω
ὑποχθόνιος
ὑπόχθων
ὑποχλέομαι
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑπόχρεως
ὑποχρίω
ὑπόχρυσος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψία
ὑπόψιος
ὑποψωνέω
View word page
ὑπόχρεως
ὑπόχρεως ὑπό-χρεως, ων, χρέος indebted, in debt, Ar.; ὑπ. τινος his debtor, Plut. of property, involved, Lat. obaeratus, Dem. c. gen., ὑπ. φιλίας bound by ties of friendship, Plut.

ShortDef

indebted, in debt

Debugging

Headword:
ὑπόχρεως
Headword (normalized):
ὑπόχρεως
Headword (normalized/stripped):
υποχρεως
IDX:
34293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34333
Key:
u(po/xrews

Data

{'content': 'ὑπόχρεως\n ὑπό-χρεως, ων,\n χρέος\n indebted, in debt, Ar.; ὑπ. τινος his debtor, Plut.\n of property, involved, Lat. obaeratus, Dem.\n c. gen., ὑπ. φιλίας bound by ties of friendship, Plut.', 'key': 'u(po/xrews'}