Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποχαράσσω
ὑποχαροπός
ὑποχάσκω
ὑποχείριος
ὑποχέω
ὑποχθόνιος
ὑπόχθων
ὑποχλέομαι
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑπόχρεως
ὑποχρίω
ὑπόχρυσος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψία
ὑπόψιος
View word page
ὕποχος
ὕποχος ὕπ-οχος, ον, ὑπέχω subject, τινι Xen.; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι kingʼs subjects or officers, of the great king, Aesch. = ἔνοχος, liable to, τινος Dem.
ShortDef
subject
Debugging
Headword:
ὕποχος
Headword (normalized):
ὕποχος
Headword (normalized/stripped):
υποχος
IDX:
34292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34332
Key:
u(/poxos
Data
{'content': 'ὕποχος\n ὕπ-οχος, ον,\n ὑπέχω\n subject, τινι Xen.; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι kingʼs subjects or officers, of the great king, Aesch.\n = ἔνοχος, liable to, τινος Dem.', 'key': 'u(/poxos'}