Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπόχαλκος
ὑποχαράσσω
ὑποχαροπός
ὑποχάσκω
ὑποχείριος
ὑποχέω
ὑποχθόνιος
ὑπόχθων
ὑποχλέομαι
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑπόχρεως
ὑποχρίω
ὑπόχρυσος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
ὑποψία
View word page
ὑποχορηγία
ὑποχορηγία from ὑποχορηγέω ὑποχορηγία, ἡ, a supplying, succour, Strab.

ShortDef

a supplying, succour

Debugging

Headword:
ὑποχορηγία
Headword (normalized):
ὑποχορηγία
Headword (normalized/stripped):
υποχορηγια
IDX:
34291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34331
Key:
u(poxorhgi/a

Data

{'content': 'ὑποχορηγία\n from ὑποχορηγέω\n ὑποχορηγία, ἡ,\n a supplying, succour, Strab.', 'key': 'u(poxorhgi/a'}