Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποχαλινίδιος
ὑπόχαλκος
ὑποχαράσσω
ὑποχαροπός
ὑποχάσκω
ὑποχείριος
ὑποχέω
ὑποχθόνιος
ὑπόχθων
ὑποχλέομαι
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑπόχρεως
ὑποχρίω
ὑπόχρυσος
ὑποχωρέω
ὑποχώρημα
ὑποχώρησις
ὑπόψαμμος
ὑπόψαρος
View word page
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγέω fut. ήσω to supply, Strab.

ShortDef

to supply

Debugging

Headword:
ὑποχορηγέω
Headword (normalized):
ὑποχορηγέω
Headword (normalized/stripped):
υποχορηγεω
IDX:
34290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34330
Key:
u(poxorhge/w

Data

{'content': 'ὑποχορηγέω\n fut. ήσω\n to supply, Strab.', 'key': 'u(poxorhge/w'}