Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποφρίσσω
ὑποφύω
ὑποφωλεύω
ὑποφωνέω
ὑποχάζομαι
ὑποχαλινίδιος
ὑπόχαλκος
ὑποχαράσσω
ὑποχαροπός
ὑποχάσκω
ὑποχείριος
ὑποχέω
ὑποχθόνιος
ὑπόχθων
ὑποχλέομαι
ὑποχορηγέω
ὑποχορηγία
ὕποχος
ὑπόχρεως
ὑποχρίω
ὑπόχρυσος
View word page
ὑποχείριος
ὑποχείριος ὑποχείριος, ον, χείρ under the hand, in hand, Od. of persons, under any oneʼs hand, under command, subject, τινι Hdt., etc.; λαβεῖν τινα ὑποχείριον to get into oneʼs power, Eur.; ἔχειν τινὰ ὑπ. Thuc.

ShortDef

under the hand, in hand

Debugging

Headword:
ὑποχείριος
Headword (normalized):
ὑποχείριος
Headword (normalized/stripped):
υποχειριος
IDX:
34285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34325
Key:
u(poxei/rios

Data

{'content': 'ὑποχείριος\n ὑποχείριος, ον,\n χείρ\n under the hand, in hand, Od.\n of persons, under any oneʼs hand, under command, subject, τινι Hdt., etc.; λαβεῖν τινα ὑποχείριον to get into oneʼs power, Eur.; ἔχειν τινὰ ὑπ. Thuc.', 'key': 'u(poxei/rios'}