Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποφειδομένως
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
ὑποφητεύω
ὑποφήτης
ὑποφῆτις
ὑποφήτωρ
ὑποφθάνω
ὑποφθέγγομαι
ὑποφθονέω
ὑπόφθονος
ὑποφλέγω
ὑποφόνιος
ὑποφορά
ὑποφραδμοσύνη
ὑποφρίσσω
ὑποφύω
ὑποφωλεύω
ὑποφωνέω
ὑποχάζομαι
ὑποχαλινίδιος
View word page
ὑπόφθονος
ὑπόφθονος ὑπό-φθονος, ον, somewhat jealous: adv., ὑποφθόνως ἔχειν to behave somewhat jealously, Xen.
ShortDef
somewhat jealous
Debugging
Headword:
ὑπόφθονος
Headword (normalized):
ὑπόφθονος
Headword (normalized/stripped):
υποφθονος
IDX:
34270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34310
Key:
u(po/fqonos
Data
{'content': 'ὑπόφθονος\n ὑπό-φθονος, ον,\n somewhat jealous: adv., ὑποφθόνως ἔχειν to behave somewhat jealously, Xen.', 'key': 'u(po/fqonos'}