ὑποφθάνω
ὑποφθάνω
aor2 ὑπ-έφθην
inf. ὑπο-φθῆναι
part. -φθάς
mid. part. -φθάμενος
to haste before, be or get beforehand, Il.; ὑποφθάμενος κτεῖνεν Od.
c. acc. to be beforehand with one, Plut.; Mid., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Od.