Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποφαίνω
ὑπόφαυσις
ὑποφείδομαι
ὑποφειδομένως
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
ὑποφητεύω
ὑποφήτης
ὑποφῆτις
ὑποφήτωρ
ὑποφθάνω
ὑποφθέγγομαι
ὑποφθονέω
ὑπόφθονος
ὑποφλέγω
ὑποφόνιος
ὑποφορά
ὑποφραδμοσύνη
ὑποφρίσσω
ὑποφύω
ὑποφωλεύω
View word page
ὑποφθάνω
ὑποφθάνω aor2 ὑπ-έφθην inf. ὑπο-φθῆναι part. -φθάς mid. part. -φθάμενος to haste before, be or get beforehand, Il.; ὑποφθάμενος κτεῖνεν Od. c. acc. to be beforehand with one, Plut.; Mid., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Od.

ShortDef

to haste before, be

Debugging

Headword:
ὑποφθάνω
Headword (normalized):
ὑποφθάνω
Headword (normalized/stripped):
υποφθανω
IDX:
34267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34307
Key:
u(pofqa/nw

Data

{'content': 'ὑποφθάνω\n aor2 ὑπ-έφθην\n inf. ὑπο-φθῆναι\n part. -φθάς\n mid. part. -φθάμενος\n to haste before, be or get beforehand, Il.; ὑποφθάμενος κτεῖνεν Od.\n c. acc. to be beforehand with one, Plut.; Mid., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Od.', 'key': 'u(pofqa/nw'}