Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπούργημα
ὑπουργητέος
ὑπουργία
ὑπουργός
ὑποφαίνω
ὑπόφαυσις
ὑποφείδομαι
ὑποφειδομένως
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
ὑποφητεύω
ὑποφήτης
ὑποφῆτις
ὑποφήτωρ
ὑποφθάνω
ὑποφθέγγομαι
ὑποφθονέω
ὑπόφθονος
ὑποφλέγω
ὑποφόνιος
ὑποφορά
View word page
ὑποφητεύω
ὑποφητεύω to hold the office of ὑποφήτης, Luc.

ShortDef

to hold the office of ὑποφήτης

Debugging

Headword:
ὑποφητεύω
Headword (normalized):
ὑποφητεύω
Headword (normalized/stripped):
υποφητευω
IDX:
34263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34303
Key:
u(pofhteu/w

Data

{'content': 'ὑποφητεύω\n to hold the office of ὑποφήτης, Luc.', 'key': 'u(pofhteu/w'}