Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὕπουλος
ὑπουράνιος
ὑπουργέω
ὑπούργημα
ὑπουργητέος
ὑπουργία
ὑπουργός
ὑποφαίνω
ὑπόφαυσις
ὑποφείδομαι
ὑποφειδομένως
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
ὑποφητεύω
ὑποφήτης
ὑποφῆτις
ὑποφήτωρ
ὑποφθάνω
ὑποφθέγγομαι
ὑποφθονέω
ὑπόφθονος
View word page
ὑποφειδομένως
ὑποφειδομένως somewhat sparingly, rarely, Plut.

ShortDef

somewhat sparingly, rarely

Debugging

Headword:
ὑποφειδομένως
Headword (normalized):
ὑποφειδομένως
Headword (normalized/stripped):
υποφειδομενως
IDX:
34260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34300
Key:
u(pofeidome/nws

Data

{'content': 'ὑποφειδομένως\n somewhat sparingly, rarely, Plut.', 'key': 'u(pofeidome/nws'}