Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπότυφος
ὑπουθάτιος
ὕπουλος
ὑπουράνιος
ὑπουργέω
ὑπούργημα
ὑπουργητέος
ὑπουργία
ὑπουργός
ὑποφαίνω
ὑπόφαυσις
ὑποφείδομαι
ὑποφειδομένως
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
ὑποφητεύω
ὑποφήτης
ὑποφῆτις
ὑποφήτωρ
ὑποφθάνω
ὑποφθέγγομαι
View word page
ὑπόφαυσις
ὑπόφαυσις ὑπό-φαυσις, εως, φαίνω a light shewing through a small hole: a narrow opening, Hdt.

ShortDef

a light shewing through a small hole: a narrow opening

Debugging

Headword:
ὑπόφαυσις
Headword (normalized):
ὑπόφαυσις
Headword (normalized/stripped):
υποφαυσις
IDX:
34258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34298
Key:
u(po/fausis

Data

{'content': 'ὑπόφαυσις\n ὑπό-φαυσις, εως,\n φαίνω\n a light shewing through a small hole: a narrow opening, Hdt.', 'key': 'u(po/fausis'}