Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιτορέω
ἄντιτος
ἀντιτρέφω
ἀντιτυγχάνω
ἀντίτυπος
ἀντιτυπόω
ἀντιτύπτω
ἀντιφερίζω
ἀντίφερνος
ἀντιφέρω
ἀντιφεύγω
ἀντίφημι
ἀντιφθέγγομαι
ἀντίφθογγος
ἀντιφιλέω
ἀντιφίλησις
ἀντιφιλοσοφέω
ἀντιφιλοτιμέομαι
ἀντιφιλοφρονέομαι
ἀντίφονος
ἀντιφορτίζω
View word page
ἀντιφεύγω
ἀντιφεύγω to go into exile in turn, Eur.

ShortDef

to go into exile in turn

Debugging

Headword:
ἀντιφεύγω
Headword (normalized):
ἀντιφεύγω
Headword (normalized/stripped):
αντιφευγω
IDX:
3428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3429
Key:
a)ntifeu/gw

Data

{'content': 'ἀντιφεύγω\n to go into exile in turn, Eur.', 'key': 'a)ntifeu/gw'}