Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπότρομος
ὑποτροπή
ὑπότροπος
ὑποτροχάω
ὑποτρύζω
ὑποτρώγω
ὑποτυπόω
ὑποτύπτω
ὑποτύπωσις
ὑποτύφω
ὑπότυφος
ὑπουθάτιος
ὕπουλος
ὑπουράνιος
ὑπουργέω
ὑπούργημα
ὑπουργητέος
ὑπουργία
ὑπουργός
ὑποφαίνω
ὑπόφαυσις
View word page
ὑπότυφος
ὑπότυφος ὑπό-τῡφος, ον, somewhat arrogant, Plut.

ShortDef

somewhat arrogant

Debugging

Headword:
ὑπότυφος
Headword (normalized):
ὑπότυφος
Headword (normalized/stripped):
υποτυφος
IDX:
34248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34288
Key:
u(po/tufos

Data

{'content': 'ὑπότυφος\n ὑπό-τῡφος, ον,\n somewhat arrogant, Plut.', 'key': 'u(po/tufos'}