Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποτρίβω
ὑπότριμμα
ὑποτρομέω
ὑπότρομος
ὑποτροπή
ὑπότροπος
ὑποτροχάω
ὑποτρύζω
ὑποτρώγω
ὑποτυπόω
ὑποτύπτω
ὑποτύπωσις
ὑποτύφω
ὑπότυφος
ὑπουθάτιος
ὕπουλος
ὑπουράνιος
ὑπουργέω
ὑπούργημα
ὑπουργητέος
ὑπουργία
View word page
ὑποτύπτω
ὑποτύπτω fut. ψω to strike or push down, κοντῷ ὑπ. ἐς λίμνην to poke down into the lake with a pole, Hdt.; ὑποτύπτουσα φιάλῃ ἐς τὴν θήκην dipping with a cup into the chest, Hdt.; ὑποτύψας τούτῳ (sc. τῷ κηλωνηίῳ) ἀντλέει he draws it dipping with the bucket into the water, Hdt.; ὑπ. τοῖν ποδοῖν Ar.

ShortDef

to strike

Debugging

Headword:
ὑποτύπτω
Headword (normalized):
ὑποτύπτω
Headword (normalized/stripped):
υποτυπτω
IDX:
34245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34285
Key:
u(potu/ptw

Data

{'content': 'ὑποτύπτω\n fut. ψω\n to strike or push down, κοντῷ ὑπ. ἐς λίμνην to poke down into the lake with a pole, Hdt.; ὑποτύπτουσα φιάλῃ ἐς τὴν θήκην dipping with a cup into the chest, Hdt.; ὑποτύψας τούτῳ (sc. τῷ κηλωνηίῳ) ἀντλέει he draws it dipping with the bucket into the water, Hdt.; ὑπ. τοῖν ποδοῖν Ar.', 'key': 'u(potu/ptw'}