Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποτοπεύω
ὑποτοπέω
ὑποτραυλίζω
ὑποτρέμω
ὑποτρέφω
ὑποτρέχω
ὑποτρέω
ὑποτρίβω
ὑπότριμμα
ὑποτρομέω
ὑπότρομος
ὑποτροπή
ὑπότροπος
ὑποτροχάω
ὑποτρύζω
ὑποτρώγω
ὑποτυπόω
ὑποτύπτω
ὑποτύπωσις
ὑποτύφω
ὑπότυφος
View word page
ὑπότρομος
ὑπότρομος ὑπότρομος, ον, somewhat afraid or timid, Aeschin., Luc.
ShortDef
somewhat afraid
Debugging
Headword:
ὑπότρομος
Headword (normalized):
ὑπότρομος
Headword (normalized/stripped):
υποτρομος
IDX:
34238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34278
Key:
u(po/tromos
Data
{'content': 'ὑπότρομος\n ὑπότρομος, ον,\n somewhat afraid or timid, Aeschin., Luc.', 'key': 'u(po/tromos'}