Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποτονθορύζω
ὑποτοπεύω
ὑποτοπέω
ὑποτραυλίζω
ὑποτρέμω
ὑποτρέφω
ὑποτρέχω
ὑποτρέω
ὑποτρίβω
ὑπότριμμα
ὑποτρομέω
ὑπότρομος
ὑποτροπή
ὑπότροπος
ὑποτροχάω
ὑποτρύζω
ὑποτρώγω
ὑποτυπόω
ὑποτύπτω
ὑποτύπωσις
ὑποτύφω
View word page
ὑποτρομέω
ὑποτρομέω = ὑποτρέμω to tremble under one, of a manʼs limbs, Il. from ὑπότρομος
ShortDef
to tremble under
Debugging
Headword:
ὑποτρομέω
Headword (normalized):
ὑποτρομέω
Headword (normalized/stripped):
υποτρομεω
IDX:
34237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34277
Key:
u(potrome/w
Data
{'content': 'ὑποτρομέω\n = ὑποτρέμω\n to tremble under one, of a manʼs limbs, Il.\n from ὑπότρομος', 'key': 'u(potrome/w'}