ὑποτείχισμα
ὑποτείχισμα
ὑποτείχισμα, ατος, τό,
from ὑποτειχίζω
a cross-wall, Thuc.
{
"content": "ὑποτείχισμα\n ὑποτείχισμα, ατος, τό,\n from ὑποτειχίζω\n a cross-wall, Thuc.",
"key": "u(potei/xisma"
}