Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποταγή
ὑποτανύω
ὑποταράσσω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑπότασις
ὑποτάσσω
ὑποτείνω
ὑποτειχίζω
ὑποτείχισις
ὑποτείχισμα
ὑποτελέω
ὑποτελής
ὑποτέμνω
ὑποτίθημι
ὑποτιμάω
ὑποτοβέω
ὑποτονθορύζω
ὑποτοπεύω
ὑποτοπέω
ὑποτραυλίζω
View word page
ὑποτείχισμα
ὑποτείχισμα ὑποτείχισμα, ατος, τό, from ὑποτειχίζω a cross-wall, Thuc.
ShortDef
a cross-wall
Debugging
Headword:
ὑποτείχισμα
Headword (normalized):
ὑποτείχισμα
Headword (normalized/stripped):
υποτειχισμα
IDX:
34220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34260
Key:
u(potei/xisma
Data
{'content': 'ὑποτείχισμα\n ὑποτείχισμα, ατος, τό,\n from ὑποτειχίζω\n a cross-wall, Thuc.', 'key': 'u(potei/xisma'}