Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποστύφω
ὑποσυγχέω
ὑποσυρίζω
ὑποσύρω
ὑποσφίγγω
ὑποσχεσίη
ὑπόσχεσις
ὑποταγή
ὑποτανύω
ὑποταράσσω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑπότασις
ὑποτάσσω
ὑποτείνω
ὑποτειχίζω
ὑποτείχισις
ὑποτείχισμα
ὑποτελέω
ὑποτελής
ὑποτέμνω
View word page
ὑποταρβέω
ὑποταρβέω fut. ήσω to shrink before, τινά Il.
ShortDef
to shrink before
Debugging
Headword:
ὑποταρβέω
Headword (normalized):
ὑποταρβέω
Headword (normalized/stripped):
υποταρβεω
IDX:
34213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34253
Key:
u(potarbe/w
Data
{'content': 'ὑποταρβέω\n fut. ήσω\n to shrink before, τινά Il.', 'key': 'u(potarbe/w'}