Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποσκελίζω
ὑπόσκιος
ὑποσόλοικος
ὑποσπανίζομαι
ὑποσπάω
ὑποσπείρω
ὑπόσπονδος
ὑποστάθμη
ὑπόστασις
ὑποστάτης
ὑποστατός
ὑποσταχύομαι
ὑποστεγάζω
ὑπόστεγος
ὑποστέγω
ὑποστέλλω
ὑποστενάζω
ὑποστεναχίζω
ὑποστένω
ὑποστηρίζω
ὑποστολή
View word page
ὑποστατός
ὑποστατός ὑποστᾰτός, όν verb. adj. of ὑφίσταμαι to be borne or endured, Eur.

ShortDef

to be borne

Debugging

Headword:
ὑποστατός
Headword (normalized):
ὑποστατός
Headword (normalized/stripped):
υποστατος
IDX:
34184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34224
Key:
u(postato/s

Data

{'content': 'ὑποστατός\n ὑποστᾰτός, όν\n verb. adj. of ὑφίσταμαι\n to be borne or endured, Eur.', 'key': 'u(postato/s'}