Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπόσαθρος
ὑποσαλπίζω
ὑποσείραιος
ὑποσείω
ὑποσημαίνω
ὑποσιγάω
ὑποσίδηρος
ὑποσιωπάω
ὑποσκάζω
ὑποσκαλεύω
ὑποσκάπτω
ὑποσκελίζω
ὑπόσκιος
View word page
ὑποσείραιος
ὑποσείραιος ὑπο-σείραιος, ον, dragged alongside, Eur.

ShortDef

dragged alongside

Debugging

Headword:
ὑποσείραιος
Headword (normalized):
ὑποσείραιος
Headword (normalized/stripped):
υποσειραιος
IDX:
34165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34205
Key:
u(posei/raios

Data

{'content': 'ὑποσείραιος\n ὑπο-σείραιος, ον,\n dragged alongside, Eur.', 'key': 'u(posei/raios'}