Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὕποπτος
ὑποπτυχίς
ὑποπυθμίδιος
ὑπόπωλος
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπορράπτω
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπόσαθρος
ὑποσαλπίζω
ὑποσείραιος
ὑποσείω
View word page
ὑπορρήγνυμι
ὑπορρήγνυμι -ύω to make to burst downwards: — Pass., οὐρανόθεν ὑπερράγη (aor2) αἰθήρ ether was cleft from beneath the sky, Il.
ShortDef
to make to burst downwards
Debugging
Headword:
ὑπορρήγνυμι
Headword (normalized):
ὑπορρήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
υπορρηγνυμι
IDX:
34156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34196
Key:
u(porrh/gnumi
Data
{'content': 'ὑπορρήγνυμι\n -ύω\n to make to burst downwards: — Pass., οὐρανόθεν ὑπερράγη (aor2) αἰθήρ ether was cleft from beneath the sky, Il.', 'key': 'u(porrh/gnumi'}