Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὕποπτος
ὑποπτυχίς
ὑποπυθμίδιος
ὑπόπωλος
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπορράπτω
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπόσαθρος
ὑποσαλπίζω
View word page
ὑπορράπτω
ὑπορράπτω fut. ψω to stitch underneath: metaph., ὑπ. λόγον to make up a story, Eur.
ShortDef
to stitch underneath
Debugging
Headword:
ὑπορράπτω
Headword (normalized):
ὑπορράπτω
Headword (normalized/stripped):
υπορραπτω
IDX:
34154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34194
Key:
u(porra/ptw
Data
{'content': 'ὑπορράπτω\n fut. ψω\n to stitch underneath: metaph., ὑπ. λόγον to make up a story, Eur.', 'key': 'u(porra/ptw'}