Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποπρίω
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὕποπτος
ὑποπτυχίς
ὑποπυθμίδιος
ὑπόπωλος
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπορράπτω
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑπόσαθρος
View word page
ὑπόροφος
ὑπόροφος ὑπ-όροφος, ον, ὄροφος (a reed) ὑπ. βοά the soft note of the pipe, Eur.
ShortDef
the soft
Debugging
Headword:
ὑπόροφος
Headword (normalized):
ὑπόροφος
Headword (normalized/stripped):
υποροφος
IDX:
34153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34193
Key:
u(po/rofos
Data
{'content': 'ὑπόροφος\n ὑπ-όροφος, ον,\n ὄροφος (a reed)\n ὑπ. βοά the soft note of the pipe, Eur.', 'key': 'u(po/rofos'}