Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποπορεύομαι
ὑπόπορτις
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὕποπτος
ὑποπτυχίς
ὑποπυθμίδιος
ὑπόπωλος
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπορράπτω
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑπορριπίζω
ὑπορρίπτω
ὑπορύσσω
View word page
ὑποπυθμίδιος
ὑποπυθμίδιος ὑπο-πυθμίδιος, α, ον πυθμήν under the bottom, Anth.

ShortDef

under the bottom

Debugging

Headword:
ὑποπυθμίδιος
Headword (normalized):
ὑποπυθμίδιος
Headword (normalized/stripped):
υποπυθμιδιος
IDX:
34150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34189
Key:
u(popuqmi/dios

Data

{'content': 'ὑποπυθμίδιος\n ὑπο-πυθμίδιος, α, ον\n πυθμήν\n under the bottom, Anth.', 'key': 'u(popuqmi/dios'}