Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποπόδιον
ὑποποιέω
ὑποπόλιος
ὑποπορεύομαι
ὑπόπορτις
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὕποπτος
ὑποπτυχίς
ὑποπυθμίδιος
ὑπόπωλος
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπορράπτω
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
View word page
ὑποπτήσσω
ὑποπτήσσω fut. ξω to crouch or cower beneath, like hares or birds, πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (Epic part. perf. for ὑποπεπτηκότες) , Il.; ὑποπτήξας τάφῳ Eur. metaph. to crouch before another, bow down to, τινί Xen.; also, ὑπ. τινά Aesch., Xen.:—absol. to be modest or shy, Xen.

ShortDef

to crouch

Debugging

Headword:
ὑποπτήσσω
Headword (normalized):
ὑποπτήσσω
Headword (normalized/stripped):
υποπτησσω
IDX:
34147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34186
Key:
u(popth/ssw

Data

{'content': 'ὑποπτήσσω\n fut. ξω\n to crouch or cower beneath, like hares or birds, πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (Epic part. perf. for ὑποπεπτηκότες) , Il.; ὑποπτήξας τάφῳ Eur.\n metaph. to crouch before another, bow down to, τινί Xen.; also, ὑπ. τινά Aesch., Xen.:—absol. to be modest or shy, Xen.', 'key': 'u(popth/ssw'}