Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπό
ὑποπόδιον
ὑποποιέω
ὑποπόλιος
ὑποπορεύομαι
ὑπόπορτις
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὕποπτος
ὑποπτυχίς
ὑποπυθμίδιος
ὑπόπωλος
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπορράπτω
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμι
View word page
ὑπόπτης
ὑπόπτης ὑπόπτης, ου, ὁ, ὑπόψομαι suspicious, jealous, Soph., Thuc.: of a horse, shy, Xen.
ShortDef
suspicious, jealous
Debugging
Headword:
ὑπόπτης
Headword (normalized):
ὑπόπτης
Headword (normalized/stripped):
υποπτης
IDX:
34146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34185
Key:
u(po/pths
Data
{'content': 'ὑπόπτης\n ὑπόπτης, ου, ὁ,\n ὑπόψομαι\n suspicious, jealous, Soph., Thuc.: of a horse, shy, Xen.', 'key': 'u(po/pths'}