Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπόπλεος
ὑποπλέω
ὑποπνέω
ὑπό
ὑποπόδιον
ὑποποιέω
ὑποπόλιος
ὑποπορεύομαι
ὑπόπορτις
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὕποπτος
ὑποπτυχίς
ὑποπυθμίδιος
ὑπόπωλος
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
View word page
ὑποπρίω
ὑποπρίω to gnash the teeth secretly, Luc.

ShortDef

to gnash

Debugging

Headword:
ὑποπρίω
Headword (normalized):
ὑποπρίω
Headword (normalized/stripped):
υποπριω
IDX:
34143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34182
Key:
u(popri/w

Data

{'content': 'ὑποπρίω\n to gnash the teeth secretly, Luc.', 'key': 'u(popri/w'}