Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποπίπτω
Ὑποπλάκιος
ὑπόπλεος
ὑποπλέω
ὑποπνέω
ὑπό
ὑποπόδιον
ὑποποιέω
ὑποπόλιος
ὑποπορεύομαι
ὑπόπορτις
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὕποπτος
ὑποπτυχίς
ὑποπυθμίδιος
ὑπόπωλος
View word page
ὑπόπορτις
ὑπόπορτις ὑπό-πορτις, ιος, ἡ, with a calf under her, of a cow:— metaph. of a woman, Hes.

ShortDef

with a calf under her

Debugging

Headword:
ὑπόπορτις
Headword (normalized):
ὑπόπορτις
Headword (normalized/stripped):
υποπορτις
IDX:
34141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34180
Key:
u(po/portis

Data

{'content': 'ὑπόπορτις\n ὑπό-πορτις, ιος, ἡ,\n with a calf under her, of a cow:— metaph. of a woman, Hes.', 'key': 'u(po/portis'}