Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποπίνω
ὑποπίπτω
Ὑποπλάκιος
ὑπόπλεος
ὑποπλέω
ὑποπνέω
ὑπό
ὑποπόδιον
ὑποποιέω
ὑποπόλιος
ὑποπορεύομαι
ὑπόπορτις
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὕποπτος
ὑποπτυχίς
ὑποπυθμίδιος
View word page
ὑποπορεύομαι
ὑποπορεύομαι Dep. to go beneath the ground, Plut.

ShortDef

to go beneath

Debugging

Headword:
ὑποπορεύομαι
Headword (normalized):
ὑποπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
υποπορευομαι
IDX:
34140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34179
Key:
u(poporeu/omai

Data

{'content': 'ὑποπορεύομαι\n Dep. to go beneath the ground, Plut.', 'key': 'u(poporeu/omai'}