Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποπίμπρημι
ὑποπίνω
ὑποπίπτω
Ὑποπλάκιος
ὑπόπλεος
ὑποπλέω
ὑποπνέω
ὑπό
ὑποπόδιον
ὑποποιέω
ὑποπόλιος
ὑποπορεύομαι
ὑπόπορτις
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὕποπτος
ὑποπτυχίς
View word page
ὑποπόλιος
ὑποπόλιος ὑπο-πόλιος, ον, somewhat gray, Luc.

ShortDef

somewhat gray

Debugging

Headword:
ὑποπόλιος
Headword (normalized):
ὑποπόλιος
Headword (normalized/stripped):
υποπολιος
IDX:
34139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34178
Key:
u(popo/lios

Data

{'content': 'ὑποπόλιος\n ὑπο-πόλιος, ον,\n somewhat gray, Luc.', 'key': 'u(popo/lios'}