Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποπιθηκίζω
ὑποπίμπλημι
ὑποπίμπρημι
ὑποπίνω
ὑποπίπτω
Ὑποπλάκιος
ὑπόπλεος
ὑποπλέω
ὑποπνέω
ὑπό
ὑποπόδιον
ὑποποιέω
ὑποπόλιος
ὑποπορεύομαι
ὑπόπορτις
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
View word page
ὑποπόδιον
ὑποπόδιον ὑπο-πόδιον, ου, τό, πούς a footstool, Luc.
ShortDef
a footstool
Debugging
Headword:
ὑποπόδιον
Headword (normalized):
ὑποπόδιον
Headword (normalized/stripped):
υποποδιον
IDX:
34137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34176
Key:
u(popo/dion
Data
{'content': 'ὑποπόδιον\n ὑπο-πόδιον, ου, τό,\n πούς\n a footstool, Luc.', 'key': 'u(popo/dion'}