Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποπερκάζω
ὑποπετάννυμι
ὑπόπετρος
ὑποπιθηκίζω
ὑποπίμπλημι
ὑποπίμπρημι
ὑποπίνω
ὑποπίπτω
Ὑποπλάκιος
ὑπόπλεος
ὑποπλέω
ὑποπνέω
ὑπό
ὑποπόδιον
ὑποποιέω
ὑποπόλιος
ὑποπορεύομαι
ὑπόπορτις
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑπόπτερος
View word page
ὑποπλέω
ὑποπλέω fut. -πλεύσομαι to sail under, ὑπ. τὴν Κύπρον, i. e. under the lee of Cyprus, NTest.
ShortDef
to sail under (the lee of)
Debugging
Headword:
ὑποπλέω
Headword (normalized):
ὑποπλέω
Headword (normalized/stripped):
υποπλεω
IDX:
34134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34173
Key:
u(pople/w
Data
{'content': 'ὑποπλέω\n fut. -πλεύσομαι\n to sail under, ὑπ. τὴν Κύπρον, i. e. under the lee of Cyprus, NTest.', 'key': 'u(pople/w'}